- προσαγριαίνω
- προσαγρῐαίνω,A render more savage, Gal.19.211.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσαγριαίνω — Α καθιστώ κάτι περισσότερο άγριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγριαίνω (< ἄγριος)] … Dictionary of Greek